- περιφρονήσῃς
- περιφρονέωcompass in thoughtaor subj act 2nd sgπεριφρονέωcompass in thoughtaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βλασφημία — Η βλαστήμια· η εκδήλωση περιφρόνησης για τον Θεό και γενικότερα τα θεία (ό,τι θεωρείται ιερό για τη θρησκεία), που γίνεται δημόσια. Στην Ελλάδα τιμωρείται τόσο όταν γίνεται με δόλο (κακοβούλως) όσο και όταν γίνεται ανύποπτα, με διαφορά ως προς το … Dictionary of Greek
βοι — βοῑ (Α) (επιφώνημα δυσαρέσκειας ή περιφρόνησης) ουφ! … Dictionary of Greek
γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… … Dictionary of Greek
δεκαπεντασύλλαβος — Στίχος που έχει δεκαπέντε συλλαβές. Ο πιο συνηθισμένος του είδους είναι ο ιαμβικός δ. Ονομάζεται και πολιτικός στίχος. Η ονομασία αυτή δόθηκε από τους αρχαιολάτρες βυζαντινούς λογίους και έχει απαξιωτική σημασία, επειδή πολιτικό θεωρούσαν καθετί… … Dictionary of Greek
εξουθένωμα — το (Μ ἐξουθένωμα) αντικείμενο περιφρόνησης, περίγελως … Dictionary of Greek
ηρωισμός — ο (Α ἡρωϊσμός) [ηρωίζω] νεοελλ. 1. η ιδιότητα τού ήρωα, γενναιότητα, ευψυχία, ανδρεία 2. πράξη αυτοθυσίας, περιφρόνησης τού θανάτου για ευγενή σκοπό, άτρομη αντιμετώπιση ενός κινδύνου («ο ηρωισμός τών γυναικών τής Πίνδου») αρχ. επιγρ. η λατρεία… … Dictionary of Greek
κατάπτυστος — η, ο (Α κατάπτυστος, ον) [καταπτύω] άξιος εμπτυσμού, άξιος περιφρόνησης, αχρείος. επίρρ... καταπτύστως και α με κατάπτυστο τρόπο … Dictionary of Greek
καταφρόνημα — το (AM καταφρόνημα, Μ και καταφρόνεμα[ν]) [καταφρονώ] νεοελλ. μσν. 1. προσβολή, ταπείνωση, έλλειψη υπολήψεως προς κάποιον ή κάτι («τόσους πλούσιους άρχοντες δίχως τιμή θωρείτε, νά χουν καταφρονέματα», Τζάνε, Κρ.πόλ.) 2. αντικείμενο περιφρόνησης… … Dictionary of Greek
κουρεύω — (Μ κουρεύω) [κουρεύς] 1. κόβω τα μαλλιά ή τα γένεια κάποιου 2. κόβω το τρίχωμα ζώων («τα πρόβατα κουρεύονται και το τυρί ζυγιέται», Πολίτ.) νεοελλ. 1. φρ. α) «άσ τον να κουρεύεται» μην τού δίνεις σημασία, μην τόν υπολογίζεις β) «άντε κουρέψου» ή… … Dictionary of Greek
μούντζα — και μούτζα και μούζα, η (Μ μούντζα και μούτζα και μούζα) καπνιά, μουντζούρα νεοελλ. 1. κηλίδα, μελανιά 2. επίχριση τού προσώπου κάποιου με μουντζούρα για εξευτελισμό 3. υβριστική χειρονομία με προτεταμένη την παλάμη και ανοιχτά τα δάχτυλα, αλλ.… … Dictionary of Greek